ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ s/s CYRENIA - Νίκος Καββαδίας (ΤΡΑΒΕΡΣΟ)
Ἑφτά. Σέ παίρνει ἀριστερά, μήν τό ζορίζεις.
Μάτσο χωρᾶνε σέ μιά κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ὁ πιό μικρός ἀχολογάει μ' ἓνα καλάμι.
Γυαλίζει ὁ Σήμ τῆς μηχανῆς τά δύο ποδάρια.
Ὁ Ρέκ λαδώνει στήν ἀνάγκη τό τιμόνι.
Μ' ἕνα φτερό ξορκίζει ὁ Γκόμπυ τή μαλάρια
κι ὁ στραβοκάνης ὁ Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Ἀπ' τό ποδόσταμο πηδᾶν ὣς τή γαλέτα.
- Μπορῶ ποτέ νά σοῦ χαλάσω τό χατίρι;
Κόρη ξανθή καί γαλανή πού ὅλο ἐμελέτα
ποιός ρήγα γιός θέ νά τήν πιεῖ σ' ἕνα ποτήρι.
Ραμάν ἀλλήθωρε, τρελέ, πού λύνεις μάγια,
κατάφερε τό στραυρωτό τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρός νά πέσει, νά σκορπίσει στά σπιράγια,
καί πές του κάτω ἀπό ἕνα δέντρο νά μέ φέρει.
Ὁ Τότ, τοῦ λείπει τό ἕνα χέρι μά ὅλο γνέθει,
τοῦτο τό ἀπίθανο σινάφι νά βρακώσει.
Ἐσθήρ, ποιά βιβλική σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δέ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;
Κουφός ὁ Σάλαχ, τό κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ἕνα ξυστρί καθάρισέ με ἀπ' τή μοράβια.
Μά εἶν' ἕνα κάτι πιό βαθύ πού μέ λερώνει.
- Γιέ μου, ποῦ πᾶς; - Μάνα, θά πάω μέ τά καράβια.
Κι ἔτσι μαζί μέ τούς ἑφτά κατηφορᾶμε.
Μέ τή βροχή, μέ τόν καιρό πού μᾶς ὁρίζει.
Τά μάτια σου ζοῦνε μιά θάλασσα, θυμᾶμαι...
Ὁ πιό στερνός μ' ἕναν αὐλό μέ νανουρίζει.
Colombo 1951
Μάτσο χωρᾶνε σέ μιά κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ὁ πιό μικρός ἀχολογάει μ' ἓνα καλάμι.
Γυαλίζει ὁ Σήμ τῆς μηχανῆς τά δύο ποδάρια.
Ὁ Ρέκ λαδώνει στήν ἀνάγκη τό τιμόνι.
Μ' ἕνα φτερό ξορκίζει ὁ Γκόμπυ τή μαλάρια
κι ὁ στραβοκάνης ὁ Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Ἀπ' τό ποδόσταμο πηδᾶν ὣς τή γαλέτα.
- Μπορῶ ποτέ νά σοῦ χαλάσω τό χατίρι;
Κόρη ξανθή καί γαλανή πού ὅλο ἐμελέτα
ποιός ρήγα γιός θέ νά τήν πιεῖ σ' ἕνα ποτήρι.
Ραμάν ἀλλήθωρε, τρελέ, πού λύνεις μάγια,
κατάφερε τό στραυρωτό τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρός νά πέσει, νά σκορπίσει στά σπιράγια,
καί πές του κάτω ἀπό ἕνα δέντρο νά μέ φέρει.
Ὁ Τότ, τοῦ λείπει τό ἕνα χέρι μά ὅλο γνέθει,
τοῦτο τό ἀπίθανο σινάφι νά βρακώσει.
Ἐσθήρ, ποιά βιβλική σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δέ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;
Κουφός ὁ Σάλαχ, τό κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ἕνα ξυστρί καθάρισέ με ἀπ' τή μοράβια.
Μά εἶν' ἕνα κάτι πιό βαθύ πού μέ λερώνει.
- Γιέ μου, ποῦ πᾶς; - Μάνα, θά πάω μέ τά καράβια.
Κι ἔτσι μαζί μέ τούς ἑφτά κατηφορᾶμε.
Μέ τή βροχή, μέ τόν καιρό πού μᾶς ὁρίζει.
Τά μάτια σου ζοῦνε μιά θάλασσα, θυμᾶμαι...
Ὁ πιό στερνός μ' ἕναν αὐλό μέ νανουρίζει.
Colombo 1951